υποκάθετος

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
το θηλ. ως ουσ. η υποκάθετος
μαθημ. η προβολή πάνω σε άξονα συντεταγμένων του τμήματος της καθέτου πάνω σε μία καμπύλη σε ένα σημείο, το οποίο περιλαμβάνεται μεταξύ του σημείου αυτού και του προαναφερόμενου άξονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + κάθετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Ν. Θεοτόκη].