Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
και λουβίδι, το
1. ο λοβός, η σποροθήκη τών οσπρίων και άλλων καρπών
2. στον πληθ. τα λουβιά
τα αμπελοφάσουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοβίον, με κώφωση του -ο- (< λόβιον < λοβός «κέλυφος τών οσπρίων»)].