διφάσιο
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Greek Monolingual
το (Α διφάσιος, -α, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το διφάσιο
είδος ορυκτού
αρχ.
1. ο δύο ειδών, διττός
2. στον πληθ. δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διφάσιος σχηματίστηκε από το δί-φατος «αμφίβολος, αμφιλεγόμενος» (Ησύχ.) κατά το διπλάσιος. Το β' συνθετικό της λέξεως είναι αβέβαιης προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για το φατός του φημί ή ότι η λ. συνδέεται με λατ. bifāriam. Κατ' άλλους έχει σχέση με τα πεφνείν, φόνος, θείνω, ενώ η σύνδεση με το φαίνομαι δεν είναι πειστική].