διφάσιο

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source

Greek Monolingual

το (Α διφάσιος, -α, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το διφάσιο
είδος ορυκτού
αρχ.
1. ο δύο ειδών, διττός
2. στον πληθ. δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διφάσιος σχηματίστηκε από το δί-φατος «αμφίβολος, αμφιλεγόμενος» (Ησύχ.) κατά το διπλάσιος. Το β' συνθετικό της λέξεως είναι αβέβαιης προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για το φατός του φημί ή ότι η λ. συνδέεται με λατ. bifāriam. Κατ' άλλους έχει σχέση με τα πεφνείν, φόνος, θείνω, ενώ η σύνδεση με το φαίνομαι δεν είναι πειστική].