εκηβόλος
From LSJ
φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find
φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find
ἑκηβόλος, -ον και δωρ. τ. ἑκαβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που βάλλει από μακριά ή με ευστοχία
2. (για βλήμα) αυτό που ρίχνεται μακριά
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἑκηβόλος
ο επιδέξιος τοξότης
4. φρ. «ἑκηβόλος μάχη» — μάχη που διεξάγεται από μακριά.