επίκωπος

From LSJ
Revision as of 14:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94

Greek Monolingual

ο (Α ἐπίκωπος, -ον) κώπη
ο κωπηλάτης που ρυθμίζει την κωπηλασία, ο τελευταίος προς την πρύμνη
αρχ.
1. κωπηλάτης
2. (για σκάφος) ο εφοδιασμένος με κουπιά
3. (για ξίφος ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο) αυτός που εκτείνεται ώς τη λαβή
4. το θηλ. ως ουσ.ἐπίκωπος
γρήγορο πλοίο.