Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κοχύλι

From LSJ
Revision as of 15:15, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452

Greek Monolingual

το (AM κογχύλιον)
1. είδος μικρού οστρακοφόρου μαλακίου, η αχηβάδα
2. το όστρακο κάθε δίθυρου μαλακοστράκου («ἰδών τε τὴν Αἴγυπτον προκειμένην τῆς ἐχομένης γῆς κογχύλιά τε φαινόμενα ἐπὶ τοῑσι ὄρεσι», Ηρόδ.)
αρχ.
κόχλος, σαλιγκάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κογχύλιον με σίγηση του έρρινου στοιχείου (πρβλ. κόγχη > κόχη)].