γνέφω
Greek Monolingual
και γνεύω (AM νεύω, Μ και γνεύω)
κάνω νόημα, σημείο συνεννοήσεως με το κεφάλι, τα μάτια ή τα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία μορφή του ρήματος νεύω έδωσε λαβή στον σχηματισμό τών τύπων γνέφω και γνεύω. Συγκεκριμένα, ο τ. γνεύω < εκ -νεύω ή, κατ' άλλους, < γ- προθετικό + νεύω. Το προθετικό γ- αναπτύσσεται σε λέξεις που αρχίζουν με ν στον συγκεκριμένο τ. προήλθε με ανομοίωση: τον νεύω < το γνεύω (βλ. και γνέφος). Ο τ. γνέφω αναλογικά προς τα ρήματα σε -φω, επειδή συνέπιπτε ο αόριστος σε -ψα (έγνεψα όπως έστρεψα > γνέφω όπως στρέφω)].