πασχίζω

From LSJ
Revision as of 15:25, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

ΝΜ και πασκίζω, Ν
καταθάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να επιτύχω κάτι, μοχθώπασχίζω να τελειώσω μέχρι την καθορισμένη ημερομηνία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπάσχισα / ἐπάσκισα, νεώτ. αόρ. του πάσχω / πάσκω, κατά τα ρ. σε -ίζω (πρβλ. χάσκω > ἐχάσκισα > χασκίζω)].