χείλι

Revision as of 15:25, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
το χείλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το όν. χεῖλος, μέσω ενός τ. πληθ. χείλη-α (αντί χείλη) > χείλια, κατά το σχήμα μάτι: μάτια (πρβλ. στήθι < στήθη-α < στήθος)].