ὀρόφινος

From LSJ
Revision as of 15:25, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρόφῐνος Medium diacritics: ὀρόφινος Low diacritics: ορόφινος Capitals: ΟΡΟΦΙΝΟΣ
Transliteration A: oróphinos Transliteration B: orophinos Transliteration C: orofinos Beta Code: o)ro/finos

English (LSJ)

η, ον,

   A roofed with reeds, Aen.Tact.32.8 ; cf. ὀρ<ο>φίνη· καλάμη μελίνης, Hsch.

German (Pape)

[Seite 386] mit Rohr bedeckt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρόφῐνος: -η, -ον, κεκαλυμμένος διὰ καλάμων ἢ πεποιημένος ἐκ καλάμων, Αἰν. Τακτ. 32. {{grml |mltxt=ὀρόφινος, -ίνη, -ον (Α) [[όροφος / οροφή
1. σκεπασμένος με καλαμένια στέγη
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀρ < ο>φίνη
καλάμη μελίνης». }}