δεύτε

From LSJ
Revision as of 12:20, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source

Greek Monolingual

δεῡτε επίρρ. (AM)
1. εδώ, προς τα εδώ, εμπρός! (με προστ., «δεῡτε, λείπετε στέγας, ἐξέλθετε», Ευρ. Μήδ.)
(με υποτ., «δεῡτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν καὶ κατάσχωμεν τήν κληρονομίαν αὐτοῦ» ΠΔ.
«δεῡτε... σήμερον τιμήσωμεν» εκκλ.)
2. ελάτε, προσέλθετε («δεῡτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾱς ἁλιεῑς ἀνθρώπων», ΚΔ. Ματθ. «δεῡτε λάβετε φῶς», εκκλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δεύρο].