χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
(AM ἐπισκοτίζω) σκοτίζω1. ρίχνω σκιά σε κάτι2. κάνω κάτι σκοτεινό, ασαφές, συγχέω («ὅμως ἐπεσκοτίσθη καὶ αὐτὸς ὑπὸ τοῦ φθόνου», Διογ.).