ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops
ἐπίνικος, -ον (AM) νίκητο αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπίνικοςύμνος για τη νίκη («οἱ ἐπίνικοι τοῦ Πινδάρου»)αρχ.ο επινίκιος.