καταναγιγνώσκω

Revision as of 12:30, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

English (LSJ)

   A read through, πᾶσαν τὴν ἱστορίαν Ath.13.610d.

German (Pape)

[Seite 1364] (s. γιγνώσκω), durchlesen, Ath. XIII, 610 d.

Greek Monolingual

καταναγιγνώσκω (Α)
διαβάζω από την αρχή ώς το τέλος («κατανέγνων γὰρ αὐτοῦ πᾱσαν τὴν ἱστορίαν», Αθἡν.).