Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(Α ξενοκρατοῦμαι, -έομαι)
νεοελλ.
(για χώρα ή λαό) κυριαρχούμαι από ξένους
αρχ.
βρίσκομαι υπό την κατοχή μισθοφορικών στρατευμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κρατοῦμαι (< κράτος), πρβλ. λαο-κρατούμαι].