προσκέφαλα
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
Greek Monolingual
Μ
επίρρ. κοντά στο κεφάλι («ἔκειτο δὲ προσκέφαλα τοῦ λειψάνου», Μαλάλ. Ι.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κεφαλή + επιρρμ. κατάλ. -α (πρβλ. κατα-κέφαλ-α)].