πρωρεύς
From LSJ
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
German (Pape)
[Seite 804] ὁ, = πρωράτης; Xen. An. 5, 8, 20 Dem. 32, 7 u. Sp.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και πρωρέας Ν
νεοελλ.
ναυτ. ο ναύκληρος, κν. λοστρόμος,
μσν.
(στο Βυζάντιο) ο αμέσως μετά τον κυβερνήτη πλοίου αξιωματικός, ύπαρχος
αρχ.
1. ναυτ. αμέσως μετά από τον κυβερνήτη αξιωματικός ο οποίος διηύθυνε τους χειρισμούς του πλοίου στην πλευρά της πρώρας («τὸν δὲ τοῦ κυβερνήτου διάκονον, ὅς πρωρεὺς τῆς νεὼς καλεῑται», Ξεν.)
2. (ως κύριο ον.) Πρωρεύς
όνομα ενός από τους Φαίακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα + κατάλ. -εύς].