intercourse
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. and V. ὁμιλία, ἡ, κοινωνία, ἡ, συνουσία, ἡ, P. ἐπιμιξία, ἡ, κοινωνήματα, τά, V. συναλλαγαί, αἱ. Want of mutual intercourse: P. ἀμιξία ἀλλήλων (Thuc. 1, 3). I bear with me a curse that bars all friendly intercourse: V. οὐ γὰρ ἄτας εὐπροσηγόρους φέρω (Eur., H.F. 1284). Friendship: P. and V. φιλία, ἡ, ὁμιλία, ἡ, P. χρεία, ἡ, συνήθεια, ἡ. Have intercourse with, v.: P. and V. ὁμιλεῖν (dat.), προσομιλεῖν (dat.), κοινωνεῖν (dat.), κοινοῦσθαι (dat.), συναλλάσσειν (dat.), συνέρχεσθαι (dat.), συνεῖναι (dat.), συγγίγνεσθαι (dat.), πλησιάζειν (dat.) (Dem. 925), συμμίγνυσθαι (pass) (dat.), P. ἐπιμιγνύναι (or pass.) (dat.), ἐπιμίσγειν (absol.), Ar. and P. συμμιγνύναι (dat.).