φαλλοφόρια

From LSJ
Revision as of 06:32, 22 March 2019 by Spiros (talk | contribs)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαλλοφόρια Medium diacritics: φαλλοφόρια Low diacritics: φαλλοφόρια Capitals: ΦΑΛΛΟΦΟΡΙΑ
Transliteration A: phallophória Transliteration B: phallophoria Transliteration C: falloforia Beta Code: fallofo/ria

English (LSJ)

τά,

   A (or φαλληφόρια) festival of Dionysus in which a phallus was carried in procession, ib.355e.

German (Pape)

[Seite 1253] τά, sc. ἱερά, ein Fest, wobei der Phallos vorgetragen, das dem Phallos gefeiert wurde, Plut. Is. et Os. 35.

Greek (Liddell-Scott)

φαλληφόρια: (ἐξυπακ. ἱερά), τά, ἑορτὴ τοῦ Βάκχου, καθ’ ἣν περιήγετο ἐν πομπῇ φαλλός, Πλούτ. 2. 355Ε ― φαλληφορέω, αὐτόθι 365C.

fallophoros.png

Greek Monolingual

και φαλλοφόρια, τα, ΝΑ
(ενν. ιερά) (στην αρχ. Ελλάδα) πομπή προς τιμήν του Διονύσου, που αποτελούσε μέρος όλων τών διονυσιακών εορτών, συνδεόταν κυρίως με τα κατ' αγρούς Διονύσια, γινόταν ταυτόχρονα με το άνοιγμα του νέου κρασιού και είχε επικεφαλής της τον φαλλό, που συμβόλιζε τον ίδιο τον θεό αλλά και την γονιμοποιό δύναμη γενικότερα, αλλ. φαλληφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + -φόρια (< -φόρος < φέρω). Το -η- του τ. φαλληφόρια, πιθ. αναλογικά προς το στεφανηφόρια.

Russian (Dvoretsky)

φαλληφόρια: τά (sc. ἱερά) фаллефории (празднество и торжественное шествие в честь фаллического божества) Plut.