τοξεία

From LSJ
Revision as of 17:20, 14 June 2019 by Spiros (talk | contribs)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοξεία Medium diacritics: τοξεία Low diacritics: τοξεία Capitals: ΤΟΞΕΙΑ
Transliteration A: toxeía Transliteration B: toxeia Transliteration C: tokseia Beta Code: tocei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A archery, OGI339.37 (Sestos, ii B. C., pl.), D.S. 3.8, 5.74, Str.16.4.10, Ph.2.158 (pl.), J.AJ1.3.8, Hld.9.3 (pl.).    II collective for οἱ τοξόται, force of archers, Philostr.VA8.7: pl., bows, J.AJ5.5.4.

German (Pape)

[Seite 1128] ἡ, das Schießen mit dem Bogen, die Kunst zu schießen, D. C. 75, 11, öfter. – Bei Philostr. auch collectiv = οἱ τοξόται.

Greek (Liddell-Scott)

τοξεία: τὸ τοξεύειν διὰ τοῦ τόξου, ἡ τέχνη τοῦ τοξότου, Διόδ. 3. 8., 5. 74. ΙΙ. περιληπτικὸν ἀντὶ τοῦ οἱ τοξόται, ἡ ἐκ τοξοτῶν δύναμις, Φιλόστρ. 328.

Greek Monolingual

ἡ, Α τοξεύω
1. η τέχνη του να τοξεύει κανείς
2. (περιλπτ.) το στρατιωτικό σώμα τών τοξοτών, οι τοξότες
3. στον πληθ. αἱ τοξεῖαι- τα τόξα.

Russian (Dvoretsky)

τοξεία: ἡ стрельба из лука Diod.