ἀφόδευμα

Revision as of 12:25, 1 August 2019 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A excrement, Dsc.Eup.1.89, Gp.12.11, Aesop. 400: in pl., Sch.Ar.Pl.1185 (also ἀφοδ-ήματαib.1184).    II ἀφόδευμα κροκοδείλου, = Αἰθιοπικόν, ajowan, PMag.Leid.V.12.30, W.6.27.

German (Pape)

[Seite 413] τό, der Stuhlgang, Schol. Nic. Erkl. von ἀφόρδιον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφόδευμα: τό, τὸ περίττωμα, κόπρος, Γεωπ. 12. 11· - ἀφόδευσις, ἡ, τῶν περιττωμάτων ἡ κένωσις, Ἐπιστ. Βαρνάβ. 10, Κλήμ. Ἀλ. 221.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Grafía: graf. ἀνφω- PMag.13.240
excremento ἐν ἀφοδεύματι ἀλώπεκος πτερὰ τέττιγος ἐθεασάμην Aesop.245, εἰς τὸ ἀ. ἑαυτῶν βλέπομεν Vit.Aesop.G 67, αἰλούρου Dsc.Eup.1.89, βοὸς ἀ. ξηρόν Horap.1.54, κυνὸς PMag.l.c., κροκοδείλου PMag.13.245, pero identificado c. Αἰθιοπικὴν γῆν en PMag.12.414
estiércol χηνῶν ἀ. ἅλμῃ λύσας ῥαῖνε τὰ λάχανα Gp.12.11
plu. τὰ ἀφοδεύματα Sch.Ar.Pl.1185.

Greek Monolingual

το (AM ἀφόδευμα)
το αποπάτημα, το χέσιμο.