trick
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. and V. ἀπάτη, ἡ, δόλος, ὁ (rare P.), στροφή, ἡ, σόφισμα, τό, μηχάνημα, τό, μηχαναί, αἱ, V. τέχνη, ἡ, τέχνημα, τό, πλοκαί, αἱ, Ar. and P. κλέμμα, τό, πάλαισμα, τό, Ar. and V. τέχνασμα, τό (also Xen.); see also artifice.
play tricks, v.: Ar. and P. τεχνάζειν.
sport: P. and V. παίζειν.
play tricks on: use P. and V. παίζειν πρός (acc.).
v. trans.
P. and V. ἀπατᾶν, ἐξαπατᾶν, κλέπτειν, Ar. and P. φενακίζειν, P. παρακρούεσθαι, Ar. and V. δολοῦν, V. φηλοῦν, παραπατᾶν, ἐκκλέπτειν; defraud, baffle.