περικρύβω
From LSJ
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
Greek (Liddell-Scott)
περικρύβω: περικρύπτω, συνέλαβεν Ἐλισάβετ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ περιέκρυβεν ἑαυτὴν μῆνας πέντε Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. α΄, 24.
Greek Monolingual
Α
βλ. περικρύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περικρύβω, alleen imperf. περιέκρυβεν, zie περικρύπτω.
Chinese
原文音譯:perikrÚptw 胚里-克呂普拖
詞類次數:動詞(1)
原文字根:四圍-藏
字義溯源:四圍封緊,掩藏,隱藏;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(κρύπτω)*=隱藏)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)。參讀 (ἀποκρύπτω)同義字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 隱藏了(1) 路1:24