περικρύβω

From LSJ
Revision as of 21:20, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431

Greek (Liddell-Scott)

περικρύβω: περικρύπτω, συνέλαβεν Ἐλισάβετ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ περιέκρυβεν ἑαυτὴν μῆνας πέντε Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. α΄, 24.

Greek Monolingual

Α
βλ. περικρύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικρύβω, alleen imperf. περιέκρυβεν, zie περικρύπτω.

Chinese

原文音譯:perikrÚptw 胚里-克呂普拖

詞類次數:動詞(1)

原文字根:四圍-藏

字義溯源:四圍封緊,掩藏,隱藏;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(κρύπτω)*=隱藏)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)。參讀 (ἀποκρύπτω)同義字

出現次數:總共(1);路(1)

譯字彙編

1) 隱藏了(1) 路1:24