беспокойный
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
Russian > Greek
ὀρσόλοπος, ὀχλώδης, πολυπτόητος, πολυπτοίητος, ὀχληρός, πολυκίνητος, σύννοος, σύννους, πολυπράγμων, θορυβοποιός