беспокойный
From LSJ
Russian > Greek
ὀρσόλοπος, ὀχλώδης, πολυπτόητος, πολυπτοίητος, ὀχληρός, πολυκίνητος, σύννοος, σύννους, πολυπράγμων, θορυβοποιός
ὀρσόλοπος, ὀχλώδης, πολυπτόητος, πολυπτοίητος, ὀχληρός, πολυκίνητος, σύννοος, σύννους, πολυπράγμων, θορυβοποιός