держать
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
Russian > Greek
σκιατροφέω, σκιητροφέω, σκιατραφέω, ἁρματοτροφέω, κατέχω, κομέω, φιλοτροφέω, βαστάζω, παράπτω, ἀντιλάζομαι