держать
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
Russian > Greek
κατέχω, κρατέω, σκιατροφέω, σκιητροφέω, σκιατραφέω, ἁρματοτροφέω, κομέω, φιλοτροφέω, βαστάζω, παράπτω, ἀντιλάζομαι, καλύπτω, τρέφω, χανδάνω