σκιητροφέω
From LSJ
ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
English (LSJ)
v. σκιατροφέω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. σκιατροφέω.
German (Pape)
ion. = σκιατροφέω.
Russian (Dvoretsky)
σκιητροφέω: ион. = σκιατροφέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκιητροφέω Ion. voor σκιατροφέω.