жаловаться
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Russian > Greek
ὀϊζύω, οἰζύω, ἐποΐζω, ἐποδύρομαι, σχετλιάζω, ταλανίζω, ἐπαιτιάομαι, προσολοφύρομαι, ἐπιθρηνέω, κατοικτίζω