пурпурный
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
Russian > Greek
πορφυροειδής, πορφύρεος, πορφυροῦς, ὑακίνθινος, ἁλουργής, ὑσγινοβαφής, φοινικόβαπτος, φοῖνιξ, φοίνιξ, ἁλιανθής, φοινίκεος, φοινικοῦς, φοινίκιος, φοινικιοῦς