пурпурный
From LSJ
Russian > Greek
πορφυροειδής, πορφύρεος, πορφυροῦς, ὑακίνθινος, ἁλουργής, ὑσγινοβαφής, φοινικόβαπτος, φοῖνιξ, φοίνιξ, ἁλιανθής, φοινίκεος, φοινικοῦς, φοινίκιος, φοινικιοῦς
πορφυροειδής, πορφύρεος, πορφυροῦς, ὑακίνθινος, ἁλουργής, ὑσγινοβαφής, φοινικόβαπτος, φοῖνιξ, φοίνιξ, ἁλιανθής, φοινίκεος, φοινικοῦς, φοινίκιος, φοινικιοῦς