ваятель
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
Russian > Greek
πλάστης, ἀγαλματοποιός, ζῳογλύφος, λιθουργός, κηροπλάστης, κηροτέχνης, λιθόγλυφος
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
πλάστης, ἀγαλματοποιός, ζῳογλύφος, λιθουργός, κηροπλάστης, κηροτέχνης, λιθόγλυφος