девичий
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
Russian > Greek
πωλικός, παρθένιος, παρθένειος, παρθενήϊος, παρθενικός, καλλιπάρθενος, νεοθηλής, νεοθαλής, κουρήϊος
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
πωλικός, παρθένιος, παρθένειος, παρθενήϊος, παρθενικός, καλλιπάρθενος, νεοθηλής, νεοθαλής, κουρήϊος