κουρήϊος
From LSJ
εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met
English (LSJ)
η, ον, Ep. for κόρειος, youthful, ἄνθος h.Cer.108.
French (Bailly abrégé)
οε, ον :
ion.
de jeune fille, de jeune femme.
Étymologie: κουρή.
Greek Monolingual
κουρήϊος, -η, -ον (Α)
(επικ. τ. του κόρειος)
νεανικός, παρθενικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + -ήϊος (πρβλ. κροκήϊος, χαλκήϊος)].
Greek Monotonic
κουρήϊος: -η, -ον, Ιων. αντί κόρειος, νεανικός, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
κουρήϊος: юношеский или девичий (ἄνθος HH).
German (Pape)
ion. = κόρειος, jungfräulich, jugendlich, H.h. Cer. 108. Vgl. κούριος.