λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
στρόβος, στρόφος, ξιφιστήρ, κατάδεσις, σφίγκτωρ, κόμβος, τελαμών, ἐπιζώστρα, μασχαλιστήρ, σύνδετον