быть сопредельным
From LSJ
οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal
Russian > Greek
προσορέω, συνορέω, συντερμονέω, προσορίζω, προσουρίζω, συνορίζω
οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal
προσορέω, συνορέω, συντερμονέω, προσορίζω, προσουρίζω, συνορίζω