συνορίζω

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνορίζω Medium diacritics: συνορίζω Low diacritics: συνορίζω Capitals: ΣΥΝΟΡΙΖΩ
Transliteration A: synorízō Transliteration B: synorizō Transliteration C: synorizo Beta Code: sunori/zw

English (LSJ)

A bring together, opp. διακρίνω, Arist.Cael.307a33, b2:—Pass., v.l. in Ptol.Harm.1.9.
2 Med., give one's consent to a boundary, Sammelb.5240.15(i A.D.).
3 Med., bet (cf. συντίθημι B. 11.3), συνορισάμενος ψευδὲς ἐπιδείξειν τὸ ἐν Δελφοῖς μαντεῖον Aesop.55.
II intr., = συνορέω, to be conterminous with, c. dat., OGI221.69 (Ilium, iii B.C.), Antig.Mir.78, D.S.1.30, Peripl.M.Rubr.64: with πρός c. acc., Scymn.839: abs., D.S.14.44, 17.4.

German (Pape)

mit in dieselben Grenzen bringen und vereinigen, Arist. coel. 3.8, im Gegensatz von διακρίνειν; – intr., mit angrenzen, Sp.

Russian (Dvoretsky)

συνορίζω:
1 заключать в те же границы Arst.;
2 быть сопредельным, граничить (τινί Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

συνορίζω: μέλλ. -ίσω. ὁρίζω, περιορίζωπεριλαμβάνω ἐντὸς τῶν αὐτῶν ὁρίων, Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 8, 12. ― Παθητ., Πτολεμ. Ἁρμ. 22C. ΙΙ. ἀμεταβ. = συνορέω, συνορεύω, εἶμαι ὅμορος, τινὶ Διόδ. 1. 30, Ἀρρ.· ἀπολ., Διόδ. 14. 44., 17. 4.

Greek Monolingual

ΜΑ ὁρίζω
μέσ. συνορίζομαι
στοιχηματίζω («συνορισάμενος ψευδὲς ἐπιδείξειν τὸ ἐν Δελφοῖς μαντεῖον», Αισώπ. Μύθ.)
αρχ.
1. περιλαμβάνω μέσα στα ίδια όρια, περιορίζω
2. (με δοτ.) συνορεύω
3. μέσ. δέχομαι ως σύνορο.