противодействие
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
Russian > Greek
ἀντίταγμα, ἀντιπερίστασις, ἀντίκρουσις, ἀνθολκή, κατάκρουσις, ἐμποδισμός, ἐναντίωμα, ἀντίπραξις, ἐναντίωσις, διακώλυσις, ἀντίβασις