противодействие
From LSJ
Russian > Greek
ἀντίταγμα, ἀντιπερίστασις, ἀντίκρουσις, ἀνθολκή, κατάκρουσις, ἐμποδισμός, ἐναντίωμα, ἀντίπραξις, ἐναντίωσις, διακώλυσις, ἀντίβασις, ἔνστασις
ἀντίταγμα, ἀντιπερίστασις, ἀντίκρουσις, ἀνθολκή, κατάκρουσις, ἐμποδισμός, ἐναντίωμα, ἀντίπραξις, ἐναντίωσις, διακώλυσις, ἀντίβασις, ἔνστασις