Ὠς χαρίεν ἔστʹ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾗ → What a fine thing a human is, when truly human!
μελαίνω, συσκοτάζω, ἐπιπερκάζω, ζοφόομαι, ἀχλύω, ὑποπερκάζω, ἀποπερκόομαι, περκάζω