ἐπιπερκάζω

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπερκάζω Medium diacritics: ἐπιπερκάζω Low diacritics: επιπερκάζω Capitals: ΕΠΙΠΕΡΚΑΖΩ
Transliteration A: epiperkázō Transliteration B: epiperkazō Transliteration C: epiperkazo Beta Code: e)piperka/zw

English (LSJ)

turn dark, of grapes ripening: ἐπιπερκάζειν τριχί begin to get a dark beard, AP11.36 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 969] eigtl. von der reisenden Frucht, dunkel werden, übertr. vom Jüngling, dessen Gesicht durch das keimende Barthaar dunkler gefärbt wird, ἐπιπερκάζεις μιαρῇ τριχί Philipp. 3 (XI, 36).

French (Bailly abrégé)

devenir noir, se teindre en noir.
Étymologie: ἐπί, περκάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπερκάζω: становиться черным, чернеть, темнеть (μιαρῇ τριχί Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπερκάζω: γίνομαι μέλας, ἀρχίζω νὰ μαυρίζω, ἐπὶ σταφυλῶν ὡριμαζουσῶν, ὡς δ’ ἐπιπερκάζεις μιαρῇ τριχί, τώρα δὲ ὅτε αἱ μιαραὶ τρίχες ἐμαύρισαν τὸ πρόσωπόν σου, Ἀνθ. Π. 11. 36.

Greek Monolingual

ἐπιπερκάζω (Α)
γίνομαι μαύρος, μαυρίζω, μελανιάζω, κυρίως για ώριμα σταφύλια και μτφ. για νεανίες που το πρόσωπό τους γίνεται μαυρειδερό από τα γένεια.

Greek Monotonic

ἐπιπερκάζω: γίνομαι μαύρος, αρχίζω να μαυρίζω, λέγεται για σταφύλια που ωριμάζουν, ἐπιπερκάζειν τριχί, έχω ξεκινήσει μόλις να βγάζω σκουρόχρωμο γένι, σε Ανθ.

Middle Liddell

to turn dark, of grapes ripening; ἐπιπερκάζειν τριχί to begin to get a dark beard, Anth.