замешательство
Russian > Greek
θόρυβος, ταραχή, ἴλιγγος, εἴλιγγος, διατροπή, διαταραχή, ἀκρισία, διαπόρησις, ἀμφιβολία, ἀμφιβολίη, τάραγμα, ἐπιτάραξις, συνθρόησις, κλόνος
θόρυβος, ταραχή, ἴλιγγος, εἴλιγγος, διατροπή, διαταραχή, ἀκρισία, διαπόρησις, ἀμφιβολία, ἀμφιβολίη, τάραγμα, ἐπιτάραξις, συνθρόησις, κλόνος