вместе страдать
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Russian > Greek
συμπονέω, συναλγέω, συνταλαιπωρέω, συγκακοπαθέω, συνεπιπάσχω, συνδιαταλαιπωρέω
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
συμπονέω, συναλγέω, συνταλαιπωρέω, συγκακοπαθέω, συνεπιπάσχω, συνδιαταλαιπωρέω