συνταλαιπωρέω

From LSJ

Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick

Menander, Monostichoi, 263
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντᾰλαιπωρέω Medium diacritics: συνταλαιπωρέω Low diacritics: συνταλαιπωρέω Capitals: ΣΥΝΤΑΛΑΙΠΩΡΕΩ
Transliteration A: syntalaipōréō Transliteration B: syntalaipōreō Transliteration C: syntalaiporeo Beta Code: suntalaipwre/w

English (LSJ)

A endure hardships together, share in misery, τάδε S.OC1136; ξ. μετά τινος Ar.Lys.1221; ξ. ἡ ἀρτηρίη τῷ στομάχῳ suffers or sympathizes with it, Aret.SA2.2.
II Med., collaborate with, c. dat., Ruf.Fr.72.

French (Bailly abrégé)

συνταλαιπωρῶ :
compatir au malheur de qqn.
Étymologie: σύν, ταλαιπωρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντᾰλαιπωρέω [σύν, ταλαιπωρέω] samen zich aftobben.

German (Pape)

mit od. zugleich im Elende sein, teilnehmen am Elende; τάδε, Soph. O.C. 1138; Ar. Lys. 1221; zuweilen auch als dep. pass.

Russian (Dvoretsky)

συντᾰλαιπωρέω:
1 вместе страдать (μετά τινος Arph.);
2 сострадать, соболезновать (τινί τι Soph.).

Greek Monotonic

συντᾰλαιπωρέω: μέλ. -ήσω, υπομένω τις δυσκολίες από κοινού, μοιράζομαι τα βάσανα κάποιου, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

συντᾰλαιπωρέω: ταλαιπωροῦμαι μετά τινος, μετέχω τῆς ταλαιπωρίας τινός, τοῖς γὰρ ἐμπείροις βροτῶν μόνοις οἷόν τε συνταλαιπωρεῖν τάδε Σοφ. Ο. Κ. 1136· χἠμεῖς γε μετὰ σοῦ ξυνταλαιπωρήσομεν Ἀριστοφ. Λυσ. 1221· ξυνταλαιπωρέει ἡ ἀρτηρίη τῷ στομάχῳ, συμπάσχει μετ’ αὐτοῦ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 2.

Middle Liddell

fut. ήσω
to endure hardships together, share in misery, Soph.