συμπονέω

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπονέω Medium diacritics: συμπονέω Low diacritics: συμπονέω Capitals: ΣΥΜΠΟΝΕΩ
Transliteration A: symponéō Transliteration B: symponeō Transliteration C: symponeo Beta Code: sumpone/w

English (LSJ)

toil or suffer with or together, τινι with one, συμπονήσατε τῷ νῦν μογοῦντι A.Pr.276; συμπόνει πατρί S.El.986, etc.; σ. καὶ συγκινδυνεύειν τισί X.Cyr.7.5.55; τοῖς κακοπαθοῦσι Plu.Ant.43; σ. τινὶ πόνους E.Or.[1224]; σ. κακοῖσι take part in them, ib.683: abs., labour together, S.Ant.41, etc.; σ. πολλά Ar.Ach.695 (lyr.); ἐάν τι πονήσῃ μέρος, συμπονεῖ τὸ ὅλον Arist.Pr.883a14, cf. Thphr. Sud.34.

German (Pape)

[Seite 989] mit od. zugleich arbeiten, bei der Arbeit helfen, beistehen; συμπονήσατε τῷ νῦν μογοῦντι, theilt mein Leid mit mir, Aesch. Prom. 274; αἵδ' ἄνδρες, οὐ γυναῖκες εἰς τὸ συμπονεῖν, Soph. O. C. 1370; συμπόνει πατρί, El. 974; θέλοντά μ' ἔχεις σοὶ ξυμπονῆσαι, Eur. Hec. 862; ξυμπονῆσαι σοῖς κακοῖσι βούλομαι, Or. 682; σὺ συμπονεῖς ἐμοὶ πόνους, 1224; Troad. 62 u. öfter; Plat. Rep. VII, 520 d; Xen. Cyr. 2, 1, 29; Sp., wie Luc. Tox. 7.

French (Bailly abrégé)

συμπονῶ :
1 souffrir ensemble;
2 participer ou s'associer aux peines ou aux épreuves de, τινι : σ. τινι πόνους EUR m. sign.
Étymologie: σύν, πονέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πονέω, Att. ξυμπονέω zich samen of mede inspannen, met acc. v. h. inw. obj. σ. πόνους; Eur. Or. 1224; met dat. met iem. delen in:. κακοῖσι uw ellende Eur. Or. 683.

Russian (Dvoretsky)

συμπονέω:
1 вместе трудиться: εἰ ξυμπονήσεις, σκόπει Soph. подумай, станешь ли ты (мне) помощницей в трудах; πολλὰ ξ. Arph. немало потрудиться вместе; σ. τινι πόνους Eur. делить с кем-л. труды;
2 вместе страдать (σ. καὶ συγκινδυνεύειν τινί Xen.);
3 сострадать (τῷ πονοῦντι Aesch.).

Greek Monotonic

συμπονέω: κοπιάζω μαζί ή από κοινού με άλλους, συμμετέχω στους κόπους της δουλειάς, τινί, με κάποιον, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, συμπονέω κακοῖς, λαμβάνω μέρος στις συμφορές, σε Ευρ.· απόλ., κοπιάζω ή υποφέρω μαζί, σε Σοφ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπονέω: πονῶ ὁμοῦ ἢ μετά τινος, συνταλαιπωροῦμαι, κοπιάζω, ἐργάζομαι ὁμοῦ, τινι, μετά τινος, συμπονήσατε τῷ νῦν μογοῦντι Αἰσχύλ. Πρ. 276· συμπόνει πατρὶ Σοφ. Ἠλέκ. 986, κτλ.· σ. καὶ συγκινδυνεύειν τινὶ Ξεν. Κύρ. 7. 5, 55· τοῖς κακοπαθοῦσι Πλουτ. Ἀντών. 43· σ. τινι πόνους Εὐρ. Ὀρ. 1224· ἀλλ’ ὡσαύτως, σ. κακοῖς, λαμβάνω μέρος εἰς..., ὁ αὐτ. 683· ― ἀπολ., πάσχω, ὑποφέρω ὁμοῦ, Σοφ. Ἀντ. 41, κτλ.· σ. πολλὰ Ἀριστοφ. Ἀχ. 695· ἐάν τι συμπονήσῃ μέρος, συμπονεῖ τὸ ὅλον Ἀριστ. Προβλ. 5. 22.

Middle Liddell

fut. ήσω,
to work with or together, to take part in labouring, τινί with one, Aesch., Soph., etc.: also, ς. κακοῖς to take part in evils, Eur.:—absol. to labour or suffer together, Soph., etc.