κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
στάθμη, παραδοχή, νόμιμον, θέσις, διορισμός, διανομή, διάγνωσις, ἀρμονία, ἁρμονίη, ἁρμονιά, ῥήτρα, ῥήτρη, τάγμα, ἀφίδρυσις, κατάστασις, ἔνστασις