μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
θησαύρισμα ;; δοχή ;; ὄχος ;; δοχεῖον ;; δοχήϊον ;; ἐκδόχιον ;; μεταληπτικόν ;; δεξαμενή ;; κέλυφος ;; τεῦχος ;; ἀγγεῖον ;; ἀγγήϊον ;; πανδοκεύς ;; ἔλυτρον ;; σκῆνος ;; σκᾶνος ;; ὑποδοχή