убедительный
From LSJ
δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώ → thrift in the lees is worthless
Russian > Greek
πιστευτικός ;; ἀξιοτέκμαρτος ;; περαντικός ;; ἀσφαλής ;; ἄμαχος ;; ἀποδεικτικός ;; εὐπειθής ;; εὐπιθής ;; συνερκτικός ;; πιστικός ;; ἀναπειστήριος ;; πειθός ;; πειστικός ;; συνακτικός ;; πειστήριος ;; πιθανός