утонченный
From LSJ
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
Russian > Greek
ἀστεῖος ;; περίεργος ;; ὑπόθηλυς ;; λεπτός ;; μουσικός ;; ὀξυμέριμνος ;; τεχνητικός ;; γλαφυρός
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
ἀστεῖος ;; περίεργος ;; ὑπόθηλυς ;; λεπτός ;; μουσικός ;; ὀξυμέριμνος ;; τεχνητικός ;; γλαφυρός